- εὐθέριστον
- εὐθέριστοςeasily harvestedmasc/fem acc sgεὐθέριστοςeasily harvestedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθέριστος — εὐθέριστος, ον (Α) 1. αυτός που θερίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθέριστον είδος βαλσάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερίζω] … Dictionary of Greek